- συμπάθ(ε)ιο
- το извинение; прощение;
με το συμπάθ(ε)ιο! — а) извините!;
б) с вашего разрешения; в) ирон. с позволения сказать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με το συμπάθ(ε)ιο! — а) извините!;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμονητικός — ή, όν, Α αυτός που παραμένει, που διαμένει κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή + κατάλ. ητικός (πρβλ. συμπαθ ητικός)] … Dictionary of Greek